Αυτή, λοιπόν, η Ευδοξία, μεθυσμένη απ’ τα αυτοκρατορικά μεγαλεία, ζήτησε και της έστησαν, κοντά στην Αγία-Σοφία, ασημένιο άγαλμα. Όπου το σούσουρό των καθημερινών θεατρικών παραστάσεων, που γίνονταν προς τιμήν της, δημιουργούσε προβλήματα, όχι μόνο στις εκκλησιαστικές ακολουθίες της Αγια-Σοφιάς, αλλά και στα κηρύγματα του Χρυσοστόμου. Γεγονός που τον ανάγκασε να διαμαρτυρηθεί…
Τη διαμαρτυρία του οι εχθροί του την παρουσίασαν ως ανταρσία κατά της αυτοκράτειρας και πολλαπλασίασαν σκόπιμα τους θορύβους. Έτσι ώστε να τον παγιδεύσουν και να τον αναγκάσουν ν’ απαντήσει στην πρόκληση μ’ έναν πύρινο, εναντίον της αυτοκράτειρας, λόγο. Και να κατηγορηθεί, κατόπιν αυτού, για έσχατη προδοσία, ώστε να δρομολογηθεί η εξόντωσή του…
Αν όμως η σύγκρουσή του με την αυτοκράτειρα ήταν η εύλογη αφορμή του διωγμού του, η βαθύτερη και ουσιαστική αιτία ήταν η αντίθεσή του με το κατεστημένο της εποχής του. Με πρώτους και χειρότερους τους δεσποτάδες…
Οι οποίοι, όχι μόνο τον φθονούσαν για την ασύγκριτη μεγαλοφυΐα του, αλλά και τον μισούσαν θανάσιμα, γιατί η απλότητα και η λιτότητα της ζωής του αποτελούσε ανυπόφορο έλεγχο για τα αμαρτωλά τους συμφέροντα και την πολυτελή διαβίωσή τους. Έμεινε άλλωστε παροιμιώδης η φράση με την οποία επισημαίνει την εξαιρετική επικινδυνότητα του συναφιού τους, όταν λέει: «Τίποτε δεν φοβήθηκα τόσο, όσο τους δεσποτάδες, πλην ελαχίστων»!…
Ποιοι άλλοι, πέραν των δεσποτάδων, αποτελούσαν το κατεστημένο της εποχής του; Όλοι αυτοί που ζούσαν ηγεμονικά. Με τις μεγαλοπρεπείς κατοικίες τους. Με τα ρούχα από μετάξι και χρυσάφι. Με τις ολόχρυσες άμαξες, που τις έσερναν χρυσοχάλινα άλογα. Και τα τόσα άλλα. Που όλα τα απολάμβαναν σε βάρος της πλειονότητας του λαού, που ζούσε σε συνθήκες αβάσταχτης φτώχειας, με αποτέλεσμα να περιπλανιέται, κατά κοπάδια, στη ζητιανιά …
Ο ίδιος ο Χρυσόστομος ντυνόταν με τα πλέον κοινά υφάσματα. Απλότητα που επιδίωξε και στις εκκλησιές. Όπου τα μεταξωτά και τα χρυσά, τις τάπητες και τα πορφυρά παραπετάσματα και τα πλούσια ιερατικά ενδύματα διέταξε να τα πουλήσουν, για να διατεθούν, προφανώς, τα χρήματα για τους φτωχούς.
Γεγονός, που αποτελούσε αβάσταχτο έλεγχο της άσωτης πολυτέλειας και της άδικης κραιπάλης μέσα στην οποία ζούσαν οι χρυσοκάνθαροι. Και που επισημαίνει ο ίδιος ως βασικότερη αιτία της εναντίον του καταδρομής, λέγοντας στον περίφημο, πριν απ’ την εξορία, λόγο του: «Γνωρίζετε για ποια αιτία θέλουν να με καθαιρέσουν; Γιατί δεν έστρωσα τάπητες και δεν φόρεσα μεταξωτά και γιατί δεν ικανοποίησα τη λαιμαργία τους…».
Ήταν στο πλευρό των ανθρώπων της ανάγκης: «Ο ένας, λέει ο επίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος, ζητούσε τη μαρτυρία του στο δικαστήριο, ο φυλακισμένος τη λευτεριά του, ο πεινασμένος τροφή, ο γυμνός ρούχα, ο ξένος φιλοξενία, ο άρρωστος τη γιατρειά, ο πονεμένος την παρηγοριά, ο καταπιεζόμενος απ’ τις αυθαιρεσίες της εξουσίας τη συμπαράστασή του. Και ο πατέρας (ο Χρυσόστομος) ανταποκρινόταν καθημερινά στου καθενός το κάθε πρόβλημα…».
Καταδίκαζε την κοινωνική ανισότητα: Οι πλούσιοι, που δεν συγκινούνται απ’ τα παθήματα των φτωχών, έλεγε, είναι ιερόσυλοι, που κλέβουν το Θεό. Τα θέλουν όλα δικά τους. Πράγμα, που δείχνει ότι είναι αγριότεροι κι απ’ τ’ άγρια θηρία. Γιατί τα λιοντάρια και οι αρκούδες, όταν χορτάσουν, παύουν ν’ αναζητούν τροφή. Ενώ οι πλούσιοι είναι αχόρταγοι…
Με τέτοια, λοιπόν, και παρόμοια, που έλεγε και έκανε πώς να μην τον μισήσουν; Πώς ν’ αντέξουν τ’ άρρωστα μάτια τους τις αστραπές του πνεύματός του; Κι έτσι, που ένιωθαν συντριπτική την υπεροχή του, πώς να μην τον φθονήσουν και πώς με κάθε τρόπο να μην προσπαθήσουν να τον δολοφονήσουν!….
Αλλεπάλληλες ήταν οι εναντίον του απόπειρες δολοφονίας. Γεγονός, που ανάγκασε το λαό να περιφρουρεί την Αρχιεπισκοπή όλο το 24ωρο. Ώσπου τελικά αποφασίστηκε η καθαίρεσή του και η εξορία του. Οπότε ο κλοιός του λαού γύρω απ’ την αρχιεπισκοπή έγινε ασφυκτικότερος. Με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η πραγματοποίηση της εξορίας για μήνες.
Τελικά, για να αποφευχθεί η αιματοχυσία, ο Χρυσόστομος αναγκάστηκε, χρησιμοποιώντας κάποια μυστική έξοδο, να παραδοθεί στη φρουρά, που τον οδήγησε στην εξορία. Γεγονός ,που, όταν έγινε αντιληπτό, προκάλεσε την έκρηξη της οργής του λαού, ο οποίος έκαψε το ναό της Αγίας Σοφίας και το μέγαρο της Γερουσίας.
Η εξορία ακολούθησε μια κλιμακωτή πορεία θανάτου. Όπως πρόβλεπε η συνταγή δολοφονίας, που σχεδίασαν οι παναγιότατοι και σεβασμιότατοι αρχιερείς και το μεγαλειότατο αυτοκρατορικό ζεύγος. Έτσι ώστε οι διαρκώς αυξανόμενες κακουχίες, σε συνδυασμό με τη σωματική του αδυναμία και την κλονισμένη του υγεία να τον οδηγήσουν αναπόφευκτα στο θάνατο (407 μ. Χ.). Πράγμα, που κάνουν όλοι οι καλλιτέχνες της κακουργίας, που ευφραίνονται να δολοφονούν, αλλά παράλληλα προσέχουν να διατηρείται το ονοματάκι τους άσπιλο και αμόλυντο…
Οι οπαδοί του Χρυσοστόμου δημιούργησαν ιδιαίτερη θρησκευτική μερίδα, τους «Ιωαννίτες», οι οποίοι, παρά τους διωγμούς και τα βασανιστήρια, δεν συμβιβάστηκαν με την «εκκλυσία» των δολοφόνων. Μέχρις ότου, τριάντα, περίπου, χρόνια μετά το θάνατό του, το λείψανό του μεταφέρθηκε με αυτοκρατορικές τιμές στην Κων/πολη απ’ το γιο του Αρκαδίου και της Ευδοξίας, το Θεοδόσιο το Β΄. Ο οποίος, αφού ζήτησε συγνώμη από τον άγιο για λογαριασμό των γονιών του, τοποθέτησε το λείψανό του στο ναό των Αγίων Αποστόλων, δίπλα στις λάρνακες των γονιών του.
Για να σκηνοθετήσει, κάπως έτσι, η τραγική ειρωνεία της ιστορίας την, έστω και μεταθανάτια, συνύπαρξη της κακουργούσας μωρίας με την ασυμβίβαστη μεγαλοφυΐα…